μποτιλιάρισμα

μποτιλιάρισμα
το [μποτιλιάρω]
1. γέμισμα φιαλών, εμφιάλωση
2. μτφ. α) αποκλεισμός πλοίου σε λιμάνι
β) κυκλοφοριακή συμφόρηση.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • μποτιλιάρισμα — το 1. γέμισμα μπουκαλιού με υγρό, εμφιάλωση. 2. ακινητοποίηση πλοίου μέσα στο λιμάνι με φράξιμο του στομίου του ή αυτοκινήτων εξαιτίας κυκλοφοριακής συμφόρησης: Έπεσα σε μποτιλιάρισμα και άργησα στο ραντεβού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εμφιάλωση — Η πλήρωση φιαλών (μπουκαλιών) με προκαθορισμένο υγρό για τη διοχέτευσή τους στην αγορά. Συνήθως ο όρος χρησιμοποιείται για την πλήρωση φιαλών με οινοπνευματώδη ποτά, αναψυκτικά και ηδύποτα. Παλαιότερα η διαδικασία αυτή γινόταν αποκλειστικά από… …   Dictionary of Greek

  • εμφιάλωση — η το γέμισμα φιαλών (μπουκαλιών) με υγρό και η σφράγισή τους, το μποτιλιάρισμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”